- ὑπέδδεισαν
- ὑπέδδεισαν: see ὑποδείδω.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ὑπέδδεισαν — ὑποδείδω shrink in fear under aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποδείδω — Α 1. τρομάζω μπροστά σε κάποιον και υποχωρώ ή απομακρύνομαι («τὸν καὶ ὑπέδδεισαν μάκαρες θεοί», Ομ. Ιλ.) 2. (για πουλὶ) τρέμω κάποιον, ζαρώνω από τον φόβο μου («μέγαν αἰγυπιὸν... ὑποδείσαντες», Σοφ.) 3. (γενικά) φοβάμαι, τρέμω («μή τις μοι… … Dictionary of Greek